- φιλόζωος
- (I)-η, -ο / φιλόζωος, -ον, ΝΑαυτός που αγαπά υπέρμετρα τη ζωή τουαρχ.1. δειλός ή μαλθακός2. (για ασθενή) αυτός που ποθεί να ζήσει3. (για φυτό) α) αειθαλήςβ) ανθεκτικός4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόζωονη φιλοζωία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -ζωος (< ζωή), πρβλ. σαπρό-ζωος].————————(II)ο, η / φιλόζωος, -ον, ΝΑαυτός που αγαπά πολύ τα ζώα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -ζῳος (< ζῴον), πρβλ. πολύ-ζῳος].
Dictionary of Greek. 2013.